- αγορίνα
- ηκορίτσι με τρόπους αγοριού: Σιγά σιγά έχασε το όνομά της κι όλοι την έλεγαν αγορίνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγορίνα — η 1. το αγοροκόριτσο* 2. (θωπευτικά) το αγοράκι* … Dictionary of Greek
αγόρι — το [Μ ἀγόρι(ν) και ἀγούρι(ν)] 1. το αρσενικό παιδί ανεξάρτητα από ηλικία, σε αντιδιαστολή προς τα θηλυκά κόρη, κορίτσι 2. με χρήση επιθέτου (= αρσενικός) νεοελλ. 1. το μικρό σε ηλικία αρσενικό παιδί 2. (θωπευτικά) ως προσφώνηση σε προσφιλή άτομα… … Dictionary of Greek
αγόρω — η [αγόρι] 1. η αγορίνα* 2. ως κύριο όνομα Αγόρω … Dictionary of Greek
αγοροκόριτσο — το κορίτσι που φέρνεται σαν αγόρι, αγορίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)